φύραμα — το, ΝΜΑ [φυρῶ] 1. ζυμάρι, αλεύρι ανακατεμένο με νερό και ζυμωμένο 2. οτιδήποτε μπορεί να αναμιχθεί με νερό και να ζυμωθεί, όπως λ.χ. το υλικό που χρησιμοποιεί ο αγγειοπλάστης νεοελλ. 1. (βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τού ενζύμου 2. είδος πτηνοτροφής … Dictionary of Greek
φύραμα — φύρᾱμα , φύραμα that which is mixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AZYMA — Hebr. Gap desc: Hebrew, cuius vocis origo non liquet. Docet tamen ex Arabismo, Bochartus, Gap desc: Hebrew proprie esse puros et sinceros panes et ab omni fermento expurgatos, quod corruptionis esse genus voluerunt multi Veteres. Hinc Hieronym. 1 … Hofmann J. Lexicon universale
ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… … Dictionary of Greek
μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… … Dictionary of Greek
προφύραμα — το, ΝΑ [προφυρῶ] νεοελλ. χημ. φύραμα σε μη ενεργό κατάσταση αρχ. φύραμα που έχει ζυμωθεί προηγουμένως … Dictionary of Greek
BRASMA — apud Plin. l. 12. c. 7. in historia piperis, Verum et iis sua iniuria est, atque caeli intemperie carbunculantur, fiuntque semina cassa et inania, vocantque Brasina, Indorum lingua id significante atrophum; non Indica, ut Plinius voluit, sed pura … Hofmann J. Lexicon universale
OFFA — I. OFFA Rex Merciorum, caesô Bernedô. Fossam ingentem ad regni sui partem eo melius defendendam duci curavit: bellô illatô Regibus Cantii, Saxoniae Occident. etc. Ethelbertum Anglorum Orient. Regem, sub praetextu filiam suam ei despondendi, e… … Hofmann J. Lexicon universale
ένζυμος — η, ο (Μ ἔνζυμος, ον) [ζύμη] (για ψωμί) αυτό που περιέχει ζύμη (προζύμι, μαγιά), το φτιαγμένο με προζύμι («ὁ ἄρτος οὐκ ἧν ἔνζυμος», Δούκ.) νεοελλ. χημ. το ένζυμο(ν) καταλύτης βιολογικής προέλευσης, ουσία που παράγεται από ζωικά και φυτικά κύτταρα… … Dictionary of Greek
αζυμοσφραγίδα — Μικρό κομμάτι άζυμου ψωμιού, με το οποίο σφράγιζαν τις διπλωμένες επιστολές, πριν αρχίσουν ακόμα να χρησιμοποιούνται οι φάκελοι στην αλληλογραφία. * * * η δισκίο από άζυμο φύραμα, με το οποίο πριν από τη χρήση τών φακέλων κολλούσαν το άκρο… … Dictionary of Greek